Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόròsbif
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔzbif] 1 μοσχάρι κοκκινιστό 2 ψητό μοσχάρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |