Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrosàcee
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [roˈzaʧee] 1 ροδίδες 2 ροδοειδή 3 ροδανθή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |