Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόronzóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ronˈdzone] 1 θαυμαστής (μεταφορικά) 2 σκαθάρι melolontha melolontha 3 αυτός που κορτάρει γυναίκα (μεταφορικά) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |