Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rosàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [roˈzajo]

1 θαμνώδης τριανταφυλλιά
2 ροδότοπος
3 ροδόκηπος
4 ροδώνας
5 ροδωνιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rosaceo rosanilina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rosa (ουσ αρσ )
rosa (θηλ.ουσ)
rosa (επίθ.)
rosacee (θηλ. ουσ πληθ.)
rosaceo (επίθ.)
rosaio (ουσ αρσ )
rosanilina (θηλ.ουσ)
rosario (ουσ αρσ )
rosata (θηλ.ουσ)
rosatello (ουσ αρσ )
rosato (αρσ. επίθ και ουσ)
rosbif (ουσ αρσ )
roseo (αρσ. επίθ και ουσ)
roseola (θηλ.ουσ)
roseto (ουσ αρσ )
rosetta (θηλ.ουσ)
rosicante (αρσ. επίθ και ουσ)
rosicare (ρ. μτβ.)
rosicatura (θηλ.ουσ)
rosicchiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---