rompiménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rompiˈmento]
1 τσάκισμα
2 διάρρηξη
3 διάσπαση
4 σπάσιμο
5 θραύση
6 κάταγμα
7 ρήξη
8 θλάση
9 θρυμμάτισμα
10 σκασίλα
11 δυσανασχέτηση
12 δυσφορία
13 σκοτούρα
14 σκάση
15 βαλάντωμα
16 σκασμός
17 καημός
18 μαράζι
19 πόνος
20 δυσχέρεια
21 θλίψη
22 σεκλέτι
23 στενοχώρια
24 έγνοια
25 σκάσιμο
26 παράβαση
27 αθέτηση
28 μπελάς
29 βάσανο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rompiˈmento]
1 τσάκισμα
2 διάρρηξη
3 διάσπαση
4 σπάσιμο
5 θραύση
6 κάταγμα
7 ρήξη
8 θλάση
9 θρυμμάτισμα
10 σκασίλα
11 δυσανασχέτηση
12 δυσφορία
13 σκοτούρα
14 σκάση
15 βαλάντωμα
16 σκασμός
17 καημός
18 μαράζι
19 πόνος
20 δυσχέρεια
21 θλίψη
22 σεκλέτι
23 στενοχώρια
24 έγνοια
25 σκάσιμο
26 παράβαση
27 αθέτηση
28 μπελάς
29 βάσανο
permalink
rompimento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android