Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rompiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rompiˈmento]

1 τσάκισμα
2 διάρρηξη
3 διάσπαση
4 σπάσιμο
5 θραύση
6 κάταγμα
7 ρήξη
8 θλάση
9 θρυμμάτισμα
10 σκασίλα
11 δυσανασχέτηση
12 δυσφορία
13 σκοτούρα
14 σκάση
15 βαλάντωμα
16 σκασμός
17 καημός
18 μαράζι
19 πόνος
20 δυσχέρεια
21 θλίψη
22 σεκλέτι
23 στενοχώρια
24 έγνοια
25 σκάσιμο
26 παράβαση
27 αθέτηση
28 μπελάς
29 βάσανο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rompighiaccio rompiscatole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rompersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
rompiballe (ουσ αρσ και θηλ.)
rompicapo (ουσ αρσ )
rompicollo (ουσ αρσ και θηλ.)
rompighiaccio (ουσ αρσ και θηλ.)
rompimento (ουσ αρσ )
rompiscatole (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
rompitasche (ουσ αρσ και θηλ.)
roncatura (θηλ.ουσ)
roncinato (επίθ.)
ronco (ουσ αρσ )
roncola (θηλ.ουσ)
roncolare (ρ. μτβ.)
roncolo (ουσ αρσ )
ronda (θηλ.ουσ)
rondella (θηλ.ουσ)
rondello (ουσ αρσ )
rondine (θηλ.ουσ)
rondinino (ουσ αρσ )
rondinotto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---