Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rondèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ronˈdɛllo]

1 ροντό
2 ποίημα 15 δεκασύλλαβων γραμμών
3 σύνθεση ενόργανη με ρεφρέν-κουπλέ
4 κίνηση σε ρόντο σε σονάτα
5 μονοφωνικό τραγούδι με 2 ρεφρέν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rondella rondine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

roncola (θηλ.ουσ)
roncolare (ρ. μτβ.)
roncolo (ουσ αρσ )
ronda (θηλ.ουσ)
rondella (θηλ.ουσ)
rondello (ουσ αρσ )
rondine (θηλ.ουσ)
rondinino (ουσ αρσ )
rondinotto (ουσ αρσ )
rondò (ουσ αρσ )
rondone (ουσ αρσ )
ronfare (ρ.αμτβ.)
röntgen (ουσ αρσ )
röntgenografia (θηλ.ουσ)
röntgenterapia (θηλ.ουσ)
ronzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ronzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ronzino (ουσ αρσ )
ronzio (ουσ αρσ )
ronzone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---