ItalianoGreco


rondò  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ronˈdɔ]

1 κίνηση σε ρόντο σε σονάτα
2 νησίδα πλατείας κυκλικής
3 σύνθεση ενόργανη με ρεφρέν-κουπλέ
4 ποίημα 15 δεκασύλλαβων γραμμών
5 μονοφωνικό τραγούδι με 2 ρεφρέν
6 ροντό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---