Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόronfàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ronˈfare] 1 ρεγχάζω 2 αναπνέω θορυβωδώς στον ύπνο 3 ροχαλίζω 4 γουργουρίζω σαν γάτα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |