Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rondóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ronˈdone]

πουλί οικογένειας apodidae


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rondò ronfare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rondello (ουσ αρσ )
rondine (θηλ.ουσ)
rondinino (ουσ αρσ )
rondinotto (ουσ αρσ )
rondò (ουσ αρσ )
rondone (ουσ αρσ )
ronfare (ρ.αμτβ.)
röntgen (ουσ αρσ )
röntgenografia (θηλ.ουσ)
röntgenterapia (θηλ.ουσ)
ronzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ronzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ronzino (ουσ αρσ )
ronzio (ουσ αρσ )
ronzone (ουσ αρσ )
rorido (επίθ.)
rosa (ουσ αρσ )
rosa (θηλ.ουσ)
rosa (επίθ.)
rosacee (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---