Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόröntgen
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈrøntgen] 1 μονάδα ακτινοβόλησης γάμα ή χ 2 ραδιογραφικός με ακτίνες χ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |