Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrónda
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈronda] 1 περίπολος 2 νυκτερινή περιπολία φύλακα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |