Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rónco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈronko]

1 ψάρι Echinorhinus spinosus
2 ρόγχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  roncinato roncola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rompimento (ουσ αρσ )
rompiscatole (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
rompitasche (ουσ αρσ και θηλ.)
roncatura (θηλ.ουσ)
roncinato (επίθ.)
ronco (ουσ αρσ )
roncola (θηλ.ουσ)
roncolare (ρ. μτβ.)
roncolo (ουσ αρσ )
ronda (θηλ.ουσ)
rondella (θηλ.ουσ)
rondello (ουσ αρσ )
rondine (θηλ.ουσ)
rondinino (ουσ αρσ )
rondinotto (ουσ αρσ )
rondò (ουσ αρσ )
rondone (ουσ αρσ )
ronfare (ρ.αμτβ.)
röntgen (ουσ αρσ )
röntgenografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---