Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rómpere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrompere]

1 αθετώ
2 παραβαίνω
3 σπάζω
4 διαρρηγνύομαι
5 διαλύομαι
6 σκίζομαι
7 ρηγνύομαι
8 φθείρομαι
9 τσακίζομαι
10 σπάω
11 συντρίβομαι
12 καταθρυμματίζομαι
13 θρυμματίζομαι
14 θρύβομαι
15 παραβιάζω
16 κομματιάζομαι
17 κατακομματιάζομαι
18 διασπώμαι
19 ξεσπώ
20 θραύομαι

rómpere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrompere]

τσακίζω, σπάζω

rómpersi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrompersi]

σπάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  romitorio rompiballe  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

romeo (ουσ αρσ )
romice (ουσ αρσ και θηλ.)
romitaggio (ουσ αρσ )
romito (αρσ. επίθ και ουσ)
romitorio (ουσ αρσ )
rompere (ρ.αμτβ.)
rompere (ρ. μτβ.)
rompersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
rompiballe (ουσ αρσ και θηλ.)
rompicapo (ουσ αρσ )
rompicollo (ουσ αρσ και θηλ.)
rompighiaccio (ουσ αρσ και θηλ.)
rompimento (ουσ αρσ )
rompiscatole (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
rompitasche (ουσ αρσ και θηλ.)
roncatura (θηλ.ουσ)
roncinato (επίθ.)
ronco (ουσ αρσ )
roncola (θηλ.ουσ)
roncolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---