Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόromìto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [roˈmito] 1 ησυχαστής 2 ερημίτης 3 ασκητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |