Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


romìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [roˈmito]

1 ησυχαστής
2 ερημίτης
3 ασκητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  romitaggio romitorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

romboidale (επίθ.)
romboide (αρσ. επίθ και ουσ)
romeo (ουσ αρσ )
romice (ουσ αρσ και θηλ.)
romitaggio (ουσ αρσ )
romito (αρσ. επίθ και ουσ)
romitorio (ουσ αρσ )
rompere (ρ.αμτβ.)
rompere (ρ. μτβ.)
rompersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
rompiballe (ουσ αρσ και θηλ.)
rompicapo (ουσ αρσ )
rompicollo (ουσ αρσ και θηλ.)
rompighiaccio (ουσ αρσ και θηλ.)
rompimento (ουσ αρσ )
rompiscatole (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
rompitasche (ουσ αρσ και θηλ.)
roncatura (θηλ.ουσ)
roncinato (επίθ.)
ronco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---