Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rompicàpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,rompiˈkapo]

1 πρόβλημα
2 έγνοια
3 νευρίασμα
4 δύσκολο πρόβλημα
5 γρίφος
6 αίνιγμα
7 σπαζοκεφαλιά
8 ενόχληση
9 φασαρία
10 μπελάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rompiballe rompicollo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

romitorio (ουσ αρσ )
rompere (ρ.αμτβ.)
rompere (ρ. μτβ.)
rompersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
rompiballe (ουσ αρσ και θηλ.)
rompicapo (ουσ αρσ )
rompicollo (ουσ αρσ και θηλ.)
rompighiaccio (ουσ αρσ και θηλ.)
rompimento (ουσ αρσ )
rompiscatole (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
rompitasche (ουσ αρσ και θηλ.)
roncatura (θηλ.ουσ)
roncinato (επίθ.)
ronco (ουσ αρσ )
roncola (θηλ.ουσ)
roncolare (ρ. μτβ.)
roncolo (ουσ αρσ )
ronda (θηλ.ουσ)
rondella (θηλ.ουσ)
rondello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---