Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrompicòllo
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,rompiˈkɔllo] 1 άνθρωπος με πρωτοβουλίες 2 τολμητίας 3 θεότρελος 4 αδιόρθωτος κατεργάρης 5 παράτολμος 6 απόκοτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |