Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mensìle (ουσ αρσ ) méntre (σύνδ.)
mensìle (επίθ.) mentùccia (θηλ.ουσ)
mensilità (θηλ.ουσ) menu, menù (ουσ αρσ )
mensilménte (επίρ.) menzionàbile (επίθ.)
mènsola (θηλ.ουσ) menzionàre (ρ. μτβ.)
mensuralìsmo (ουσ αρσ ) menzionàto (επίθ.)
ménta (θηλ.ουσ) menzióne (θηλ.ουσ)
mentàle (επίθ.) menzógna (θηλ.ουσ)
mentalità (θηλ.ουσ) menzognèro (επίθ.)
mentalménte (επίρ.) meraménte (επίρ.)
mentàstro (ουσ αρσ ) meravìglia (θηλ.ουσ)
ménte (θηλ.ουσ) meravigliàre (ρ.αμτβ.)
mentecàtto (ουσ αρσ ) meravigliàre (ρ. μτβ.)
mentecàtto (επίθ.) meravigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
mentìna (θηλ.ουσ) meravigliàto (επίθ.)
mentìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) meravigliosaménte (επίρ.)
mentìto (επίθ.) meravigliòso (ουσ αρσ )
mentitóre (ουσ αρσ ) meravigliòso (επίθ.)
mentitóre (επίθ.) mercànte (ουσ αρσ )
ménto (ουσ αρσ ) mercanteggiaménto (ουσ αρσ )
mentolàto (επίθ.) mercanteggiàre (ρ.αμτβ.)
mentòlo (ουσ αρσ ) mercanteggiàre (ρ. μτβ.)
mentonièra (θηλ.ουσ) mercantésco (επίθ.)
mèntore (ουσ αρσ ) mercantéssa (θηλ.ουσ)
mentovàre (ρ. μτβ.) mercantìle (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: