Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meccànico (επίθ.) mediàle (επίθ.)
meccanìsmo (ουσ αρσ ) mediaménte (επίρ.)
meccanizzàre (ρ. μτβ.) mediàna (θηλ.ουσ)
meccanizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) medianicità (θηλ.ουσ)
meccanizzàto (επίθ.) mediànico (επίθ.)
meccanizzazióne (θηλ.ουσ) medianìsmo (ουσ αρσ )
meccàno (ουσ αρσ ) medianità (θηλ.ουσ)
meccanografìa (θηλ.ουσ) mediàno (ουσ αρσ )
meccanogràfico (επίθ.) mediàno (επίθ.)
mecenàte (ουσ αρσ και θηλ.) mediànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mecenatìsmo (ουσ αρσ ) mediànte (πρόθ.)
mèche (θηλ.ουσ) mediàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
méco (αντων.) mediastìnico (επίθ.)
mecònio (ουσ αρσ ) mediastìno, mediàstino (ουσ αρσ )
méda (θηλ.ουσ) mediataménte (επίρ.)
medàglia (θηλ.ουσ) mediàto (επίθ.)
medaglière (ουσ αρσ ) mediatóre (ουσ αρσ )
medagliètta (θηλ.ουσ) mediatóre (επίθ.)
medagliòne (ουσ αρσ ) mediatrìce (θηλ.ουσ)
medaglìsta (ουσ αρσ και θηλ.) mediazióne (θηλ.ουσ)
medaglìstica (θηλ.ουσ) medicàbile (επίθ.)
medesimaménte (επίρ.) medicàle (επίθ.)
medèsimo (επίθ.) medicaménto (ουσ αρσ )
medèsimo (αντων.) medicamentóso (επίθ.)
mèdia (θηλ.ουσ) medicàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: