Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmecònio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [meˈkɔnjo] 1 μηκώνιο 2 όπιο 3 εντερική μάζα εμβρύου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |