Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mèdia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛdja]

ο μέσος όρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  medesimo mediale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


in media = κατά μέσο όρο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

medaglista (ουσ αρσ και θηλ.)
medaglistica (θηλ.ουσ)
medesimamente (επίρ.)
medesimo (επίθ.)
medesimo (αντων.)
media (θηλ.ουσ)
mediale (επίθ.)
mediamente (επίρ.)
mediana (θηλ.ουσ)
medianicità (θηλ.ουσ)
medianico (επίθ.)
medianismo (ουσ αρσ )
medianità (θηλ.ουσ)
mediano (ουσ αρσ )
mediano (επίθ.)
mediante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mediante (πρόθ.)
mediare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mediastinico (επίθ.)
mediastino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---