Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


medaglìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [medaʎˈʎista]

1 σχεδιαστής μεταλλίων
2 συλλέκτης μεταλλίων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  medaglione medaglistica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meda (θηλ.ουσ)
medaglia (θηλ.ουσ)
medagliere (ουσ αρσ )
medaglietta (θηλ.ουσ)
medaglione (ουσ αρσ )
medaglista (ουσ αρσ και θηλ.)
medaglistica (θηλ.ουσ)
medesimamente (επίρ.)
medesimo (επίθ.)
medesimo (αντων.)
media (θηλ.ουσ)
mediale (επίθ.)
mediamente (επίρ.)
mediana (θηλ.ουσ)
medianicità (θηλ.ουσ)
medianico (επίθ.)
medianismo (ουσ αρσ )
medianità (θηλ.ουσ)
mediano (ουσ αρσ )
mediano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---