Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


méda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmeda]

1 ανυψωμένο αντικείμενο σαν φάρος
2 φάρος καθοδήγησης
3 τσαμαδούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meconio medaglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mecenate (ουσ αρσ και θηλ.)
mecenatismo (ουσ αρσ )
meche (θηλ.ουσ)
meco (αντων.)
meconio (ουσ αρσ )
meda (θηλ.ουσ)
medaglia (θηλ.ουσ)
medagliere (ουσ αρσ )
medaglietta (θηλ.ουσ)
medaglione (ουσ αρσ )
medaglista (ουσ αρσ και θηλ.)
medaglistica (θηλ.ουσ)
medesimamente (επίρ.)
medesimo (επίθ.)
medesimo (αντων.)
media (θηλ.ουσ)
mediale (επίθ.)
mediamente (επίρ.)
mediana (θηλ.ουσ)
medianicità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---