Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόméda
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmeda] 1 ανυψωμένο αντικείμενο σαν φάρος 2 φάρος καθοδήγησης 3 τσαμαδούρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |