Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmecenatìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [meʧenaˈtizmo] 1 μαικηνισμός 2 πατρωνία 3 χορηγία των γραμμάτων και τεχνών από πλούσιους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |