Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmeccanografìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [mekkanograˈfia] 1 λογιστική με χρήση μηχανών 2 μηχανογράφηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |