Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meccanografìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mekkanograˈfia]

1 λογιστική με χρήση μηχανών
2 μηχανογράφηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meccano meccanografico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meccanizzare (ρ. μτβ.)
meccanizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
meccanizzato (επίθ.)
meccanizzazione (θηλ.ουσ)
meccano (ουσ αρσ )
meccanografia (θηλ.ουσ)
meccanografico (επίθ.)
mecenate (ουσ αρσ και θηλ.)
mecenatismo (ουσ αρσ )
meche (θηλ.ουσ)
meco (αντων.)
meconio (ουσ αρσ )
meda (θηλ.ουσ)
medaglia (θηλ.ουσ)
medagliere (ουσ αρσ )
medaglietta (θηλ.ουσ)
medaglione (ουσ αρσ )
medaglista (ουσ αρσ και θηλ.)
medaglistica (θηλ.ουσ)
medesimamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---