ItalianoGreco


mecenàte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [meʧeˈnate]

1 προστάτης
2 πλούσιος προστάτης γραμμάτων και τεχνών
3 Μαικήνας
4 γενναιόδωρος χορηγός τέχνης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z