Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meccanizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mekkanidˈdzare]

1 μηχανοποιώ
2 εκβιομηχανίζω
3 εκμηχανίζω

meccanizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [mekkanidˈdzarsi]

1 μηχανοποιούμαι
2 εκβιομηχανίζομαι
3 εκμηχανίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meccanismo meccanizzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meccanicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
meccanicistico (επίθ.)
meccanico (ουσ αρσ )
meccanico (επίθ.)
meccanismo (ουσ αρσ )
meccanizzare (ρ. μτβ.)
meccanizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
meccanizzato (επίθ.)
meccanizzazione (θηλ.ουσ)
meccano (ουσ αρσ )
meccanografia (θηλ.ουσ)
meccanografico (επίθ.)
mecenate (ουσ αρσ και θηλ.)
mecenatismo (ουσ αρσ )
meche (θηλ.ουσ)
meco (αντων.)
meconio (ουσ αρσ )
meda (θηλ.ουσ)
medaglia (θηλ.ουσ)
medagliere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---