Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meccànico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mekˈkaniko]

ο μηχανικός

meccànico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mekˈkaniko]

μηχανικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meccanicistico meccanismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meccanica (θηλ.ουσ)
meccanicamente (επίρ.)
meccanicismo (ουσ αρσ )
meccanicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
meccanicistico (επίθ.)
meccanico (ουσ αρσ )
meccanico (επίθ.)
meccanismo (ουσ αρσ )
meccanizzare (ρ. μτβ.)
meccanizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
meccanizzato (επίθ.)
meccanizzazione (θηλ.ουσ)
meccano (ουσ αρσ )
meccanografia (θηλ.ουσ)
meccanografico (επίθ.)
mecenate (ουσ αρσ και θηλ.)
mecenatismo (ουσ αρσ )
meche (θηλ.ουσ)
meco (αντων.)
meconio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---