Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mediàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [meˈdjano]

παίκτης του κέντρου

mediàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [meˈdjano]

1 εκτεινόμενος προς το μέσον
2 διάμεσος
3 αριθμητικός μέσος
4 φορέας
5 μεσιανός
6 μεσαίος
7 ενδιάμεσος
8 μέσος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  medianità mediante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mediana (θηλ.ουσ)
medianicità (θηλ.ουσ)
medianico (επίθ.)
medianismo (ουσ αρσ )
medianità (θηλ.ουσ)
mediano (ουσ αρσ )
mediano (επίθ.)
mediante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mediante (πρόθ.)
mediare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mediastinico (επίθ.)
mediastino (ουσ αρσ )
mediatamente (επίρ.)
mediato (επίθ.)
mediatore (ουσ αρσ )
mediatore (επίθ.)
mediatrice (θηλ.ουσ)
mediazione (θηλ.ουσ)
medicabile (επίθ.)
medicale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---