ItalianoGreco


mediatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [medjaˈtore]

1 μεσάζοντας
2 χρηματομεσίτης
3 προξενητής
4 μεσολαβητής
5 μεσίτης
6 επιδιαιτητής
7 μεταπράτης

mediatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [medjaˈtore]

1 μεσάζων
2 ενδιάμεσος
3 διάμεσος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---