Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


medicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mediˈkare]

γιατρεύω

medicarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [mediˈkarsi]

1 περιποιούμαι ιατρικά τον εαυτό μου
2 φροντίζω ιατρικά τον εαυτό μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  medicamentoso medicastro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mediazione (θηλ.ουσ)
medicabile (επίθ.)
medicale (επίθ.)
medicamento (ουσ αρσ )
medicamentoso (επίθ.)
medicare (ρ. μτβ.)
medicarsi (ρ.μ. (αντων.))
medicastro (ουσ αρσ )
medicato (επίθ.)
medicazione (θηλ.ουσ)
mediceo (επίθ.)
medicina (θηλ.ουσ)
medicinale (ουσ αρσ )
medicinale (επίθ.)
medico (ουσ αρσ )
medico (επίθ.)
medicochirurgico (επίθ.)
medievale (επίθ.)
medievalismo (ουσ αρσ )
medievalista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---