Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mediazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [medjatˈtsjone]

1 πρεσβεία
2 παρέμβαση για συμφιλίωση ή συμβιβασμό
3 παρέμβαση για επίλυση διαφορών
4 μεσιτικά
5 προμήθεια του μεσίτη
6 μεσιτική αμοιβή
7 επέμβαση
8 διαιτησία
9 μεσολάβηση
10 παρέμβαση
11 μεσίτευση
12 μεσιτεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mediatrice medicabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mediatamente (επίρ.)
mediato (επίθ.)
mediatore (ουσ αρσ )
mediatore (επίθ.)
mediatrice (θηλ.ουσ)
mediazione (θηλ.ουσ)
medicabile (επίθ.)
medicale (επίθ.)
medicamento (ουσ αρσ )
medicamentoso (επίθ.)
medicare (ρ. μτβ.)
medicarsi (ρ.μ. (αντων.))
medicastro (ουσ αρσ )
medicato (επίθ.)
medicazione (θηλ.ουσ)
mediceo (επίθ.)
medicina (θηλ.ουσ)
medicinale (ουσ αρσ )
medicinale (επίθ.)
medico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---