Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mediatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [medjaˈtriʧe]

1 προξενήτρα
2 μεσίτρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mediatore mediazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mediastino (ουσ αρσ )
mediatamente (επίρ.)
mediato (επίθ.)
mediatore (ουσ αρσ )
mediatore (επίθ.)
mediatrice (θηλ.ουσ)
mediazione (θηλ.ουσ)
medicabile (επίθ.)
medicale (επίθ.)
medicamento (ουσ αρσ )
medicamentoso (επίθ.)
medicare (ρ. μτβ.)
medicarsi (ρ.μ. (αντων.))
medicastro (ουσ αρσ )
medicato (επίθ.)
medicazione (θηλ.ουσ)
mediceo (επίθ.)
medicina (θηλ.ουσ)
medicinale (ουσ αρσ )
medicinale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---