ItalianoGreco


mediastìno, mediàstino  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [medjasˈtino], [meˈdjastino]

1 μεμβρανώδες χώρισμα μεταξύ δύο κοιλοτήτων ειδικά αυτό των πνευμόνων ή των δύο πλευρικών σάκων
2 ο χώρος μεταξύ των δύο πλευρικών σάκων που περιέχει την καρδιά κλπ εκτός των πνευμόνων
3 μεσοθωράκιο
4 διάφραγμα (πνευμονικό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---