Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


medicaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [medikaˈmento]

1 φαρμακευτικό υλικό
2 γιατρικό
3 φάρμακο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  medicale medicamentoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mediatore (επίθ.)
mediatrice (θηλ.ουσ)
mediazione (θηλ.ουσ)
medicabile (επίθ.)
medicale (επίθ.)
medicamento (ουσ αρσ )
medicamentoso (επίθ.)
medicare (ρ. μτβ.)
medicarsi (ρ.μ. (αντων.))
medicastro (ουσ αρσ )
medicato (επίθ.)
medicazione (θηλ.ουσ)
mediceo (επίθ.)
medicina (θηλ.ουσ)
medicinale (ουσ αρσ )
medicinale (επίθ.)
medico (ουσ αρσ )
medico (επίθ.)
medicochirurgico (επίθ.)
medievale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---