ItalianoGreco


mèdico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛdiko]

ο γιατρός, ο ιατρός

mèdico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛdiko]

ιατρικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


guardia [θηλ.] medica = ο σταθμός πρώτων βοηθειών



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---