Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mèdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛdjo]

(dito) ο μέσος

mèdio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛdjo]

1 μεσαίος (-α, -ο)
2 (moderato) μέτριος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  medievalista mediocre  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Medio Oriente [αρσ.] = μ Μέση Ανατολή || scuola [θηλ.] media = το γυμνάσιο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

medico (επίθ.)
medicochirurgico (επίθ.)
medievale (επίθ.)
medievalismo (ουσ αρσ )
medievalista (ουσ αρσ και θηλ.)
medio (ουσ αρσ )
medio (επίθ.)
mediocre (ουσ αρσ )
mediocre (επίθ.)
mediocredito (ουσ αρσ )
mediocremente (επίρ.)
mediocrità (θηλ.ουσ)
medioevale (επίθ.)
medioevo (ουσ αρσ )
medioleggero (ουσ αρσ )
mediomassimo (ουσ αρσ )
medio-orientale (επίθ.)
meditabondo (επίθ.)
meditare (ρ.αμτβ.)
meditare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---