Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmèdio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛdjo] (dito) ο μέσος mèdio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛdjo] 1 μεσαίος (-α, -ο) 2 (moderato) μέτριος (-α, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαMedio Oriente [αρσ.] = μ Μέση Ανατολή || scuola [θηλ.] media = το γυμνάσιο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |