Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meditàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [mediˈtare]

διαλογίζομαι

meditàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mediˈtare]

1 μελετώ
2 σχεδιάζω
3 αναμετρώ
4 ζυγίζω με το μυαλό
5 μελετώ βαθιά και σοβαρά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meditabondo meditatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

medioevo (ουσ αρσ )
medioleggero (ουσ αρσ )
mediomassimo (ουσ αρσ )
medio-orientale (επίθ.)
meditabondo (επίθ.)
meditare (ρ.αμτβ.)
meditare (ρ. μτβ.)
meditatamente (επίρ.)
meditativo (επίθ.)
meditato (επίθ.)
meditazione (θηλ.ουσ)
mediterraneo (ουσ αρσ )
medium (ουσ αρσ και θηλ.)
medusa (θηλ.ουσ)
meeting (ουσ αρσ )
mefisto (ουσ αρσ )
Mefistofele (ουσ αρσ )
mefistofelico (επίθ.)
mefite (θηλ.ουσ)
mefitico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---