Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmediterràneo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mediterˈraneo] η Μεσόγειος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαMar [αρσ.] Mediterraneo = η Μεσόγειος Θάλασσα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |