Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mefìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [meˈfite]

δυσοσμία προερχόμενη από γη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mefistofelico mefitico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

medusa (θηλ.ουσ)
meeting (ουσ αρσ )
mefisto (ουσ αρσ )
Mefistofele (ουσ αρσ )
mefistofelico (επίθ.)
mefite (θηλ.ουσ)
mefitico (επίθ.)
megaciclo (ουσ αρσ )
megafono (ουσ αρσ )
megahertz (ουσ αρσ )
megalite (ουσ αρσ )
megalitico (επίθ.)
megalocardia (θηλ.ουσ)
megalocefalia (θηλ.ουσ)
megalocefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
megalomane (ουσ αρσ και θηλ.)
megalomane (επίθ.)
megalomania (θηλ.ουσ)
megalopoli (θηλ.ουσ)
megaohm (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---