Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


megaòhm  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,mɛgaˈɔm]

ένα εκατομμύριο ομ (αντίσταση)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  megalopoli megaohmmetro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

megalocefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
megalomane (ουσ αρσ και θηλ.)
megalomane (επίθ.)
megalomania (θηλ.ουσ)
megalopoli (θηλ.ουσ)
megaohm (ουσ αρσ )
megaohmmetro (ουσ αρσ )
megapodi (ουσ αρσ πληθ.)
megaterio (ουσ αρσ )
megatermo (επίθ.)
megaton (ουσ αρσ )
megatone (ουσ αρσ )
megavolt (ουσ αρσ )
megawatt (ουσ αρσ )
megera (θηλ.ουσ)
meglio (ουσ αρσ )
meglio (επίθ.)
meglio (επίρ.)
meiosi (θηλ.ουσ)
meiotico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---