Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


megalòmane  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [megaˈlɔmane]

μεγαλομανής άνθρωπος

megalòmane  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [megaˈlɔmane]

Μεγαλομανής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  megalocefalo megalomania  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

megalite (ουσ αρσ )
megalitico (επίθ.)
megalocardia (θηλ.ουσ)
megalocefalia (θηλ.ουσ)
megalocefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
megalomane (ουσ αρσ και θηλ.)
megalomane (επίθ.)
megalomania (θηλ.ουσ)
megalopoli (θηλ.ουσ)
megaohm (ουσ αρσ )
megaohmmetro (ουσ αρσ )
megapodi (ουσ αρσ πληθ.)
megaterio (ουσ αρσ )
megatermo (επίθ.)
megaton (ουσ αρσ )
megatone (ουσ αρσ )
megavolt (ουσ αρσ )
megawatt (ουσ αρσ )
megera (θηλ.ουσ)
meglio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---