mèglio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛʎʎo]
1 το βέλτιστο
2 το καλύτερο κομμάτι
3 το τέλειο
4 το άριστο
5 η καλύτερη ποιότητα
mèglio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛʎʎo]
καλύτερος (-η, -ο)
mèglio
επίρρημα
Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛʎʎo]
καλύτερα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛʎʎo]
1 το βέλτιστο
2 το καλύτερο κομμάτι
3 το τέλειο
4 το άριστο
5 η καλύτερη ποιότητα
mèglio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛʎʎo]
καλύτερος (-η, -ο)
mèglio
επίρρημα
Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛʎʎo]
καλύτερα
permalink
meglio (ουσ αρσ )
meglio (επίθ.)
meglio (επίρ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android