Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmèglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛʎʎo] 1 το βέλτιστο 2 το καλύτερο κομμάτι 3 το τέλειο 4 το άριστο 5 η καλύτερη ποιότητα mèglio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛʎʎo] καλύτερος (-η, -ο) mèglio επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛʎʎo] καλύτερα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |