Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόméla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmela] το μήλο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmela [θηλ.] cotogna = το κυδώνι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |