Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


melanòma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [melaˈnɔma]

Μελάνωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  melanite melanosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

melangolo (ουσ αρσ )
melanico (επίθ.)
melanina (θηλ.ουσ)
melanismo (ουσ αρσ )
melanite (θηλ.ουσ)
melanoma (ουσ αρσ )
melanosi (θηλ.ουσ)
melanotico (επίθ.)
melanuria (θηλ.ουσ)
melanzana (θηλ.ουσ)
melarancia (θηλ.ουσ)
melarancio (ουσ αρσ )
melario (αρσ. επίθ και ουσ)
melassa (θηλ.ουσ)
melata (θηλ.ουσ)
melato (επίθ.)
meleagrina (θηλ.ουσ)
melena (θηλ.ουσ)
melensaggine (θηλ.ουσ)
melenso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---