Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


melènso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [meˈlɛnso]

1 αργός διανοητικά
2 απαθής
3 αργός διανοητικά
4 ατάλαντος
5 αργόστροφος στο μυαλό
6 ανιαρός
7 βραδύνους
8 βλάκας
9 ηλίθιος
10 αμβλύνους
11 αναίσθητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  melensaggine meleto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

melata (θηλ.ουσ)
melato (επίθ.)
meleagrina (θηλ.ουσ)
melena (θηλ.ουσ)
melensaggine (θηλ.ουσ)
melenso (επίθ.)
meleto (ουσ αρσ )
melica (θηλ.ουσ)
melico (επίθ.)
meliloto (ουσ αρσ )
melinite (θηλ.ουσ)
melisma (ουσ αρσ )
melismatico (επίθ.)
melissa (θηλ.ουσ)
melitosio (ουσ αρσ )
mellifago (επίθ.)
mellifero (επίθ.)
mellificare (ρ.αμτβ.)
mellificazione (θηλ.ουσ)
mellifluità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---