Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mellificàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [mellifiˈkare]

παράγω μέλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mellifero mellificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

melismatico (επίθ.)
melissa (θηλ.ουσ)
melitosio (ουσ αρσ )
mellifago (επίθ.)
mellifero (επίθ.)
mellificare (ρ.αμτβ.)
mellificazione (θηλ.ουσ)
mellifluità (θηλ.ουσ)
mellifluo (επίθ.)
mellivora (θηλ.ουσ)
melma (θηλ.ουσ)
melmosità (θηλ.ουσ)
melmoso (επίθ.)
melo (ουσ αρσ )
melodia (θηλ.ουσ)
melodicamente (επίρ.)
melodico (επίθ.)
melodiosamente (επίρ.)
melodioso (επίθ.)
melodista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---