Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmelismàtico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [melisˈmatiko] 1 μελισματικός 2 αναφερόμενος σε μελωδικό στόλισμα (cadenza) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |