melìsma
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [meˈlizma]
1 παρενθετικό στόλισμα άριας
2 σόλο μπις σε τέλος κονσέρτου
3 μέλισμα
4 μελωδική διακόσμηση (cadenza)
5 ομάδα με νότες τραγουδημένες μαζί
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [meˈlizma]
1 παρενθετικό στόλισμα άριας
2 σόλο μπις σε τέλος κονσέρτου
3 μέλισμα
4 μελωδική διακόσμηση (cadenza)
5 ομάδα με νότες τραγουδημένες μαζί
permalink
melisma (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android