ItalianoGreco


melinìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [meliˈnite]

μελινίτης (ισχυρό εκρηκτικό όπως ο λυδδίτης από πικρικό οξύ και πυρίτιδα)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---