Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmélma
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmelma] 1 διαφθορά 2 βούρκος 3 σαπρία 4 σαπίλα 5 βόρβορος 6 βαλτότοπος 7 βάλτος 8 λάσπη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |